μονόλογος
[moˈnoloɣos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Monologαρσενικό | Maskulinum, männlich mμονόλογοςSelbstgesprächουδέτερο | Neutrum, sächlich nμονόλογοςμονόλογος