μολυβένιος
[moliˈveɲos], μολυβένια, μολυβένιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- bleiernμολυβένιοςμολυβένιος
ejemplos
- μολυβένιο στρατιωτάκιουδέτερο | Neutrum, sächlich nZinnsoldatαρσενικό | Maskulinum, männlich m