„μισοξύπνιος“ μισοξύπνιος [misoˈksipɲos], μισοξύπνια, μισοξύπνιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) halb wach halb wach μισοξύπνιος μισοξύπνιος