μικτός
[mikˈtos], μικτή, μικτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- gemischt, Misch-μικτόςμικτός
ejemplos
- μικτές ίνεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplMischgewebeουδέτερο | Neutrum, sächlich n
-
- μικτή ασφάλισηθηλυκό | Femininum, weiblich fPauschalversicherungθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos