μετεωρολογικός
[meteorolojiˈkos], μετεωρολογική, μετεωρολογικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Wetter-, meteorologischμετεωρολογικόςμετεωρολογικός
ejemplos
- μετεωρολογική υπηρεσίαθηλυκό | Femininum, weiblich fmeteorologisches Institutουδέτερο | Neutrum, sächlich nWetteramtουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- μετεωρολογικό μπαλόνιουδέτερο | Neutrum, sächlich nWetterballonαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- μετεωρολογικός δορυφόροςαρσενικό | Maskulinum, männlich mWettersatellitαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos