„μετεπιβίβαση“: θηλυκό μετεπιβίβαση [metepiˈvivasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Umsteigen Umsteigenουδέτερο | Neutrum, sächlich n μετεπιβίβαση μετεπιβίβαση