μετατρέπω
[metaˈtrepo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <έτρεψα; -άπηκα>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- umwandeln (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)μετατρέπω από μια μορφή σε άλλημετατρέπω από μια μορφή σε άλλη
- ändernμετατρέπω τροποποιώμετατρέπω τροποποιώ
- konvertierenμετατρέπω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υμετατρέπω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ