μεταξωτός
[metaksoˈtos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, μεταξωτή, μεταξωτόVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- seiden, Seiden-μεταξωτόςμεταξωτός
μεταξωτός
[metaksoˈtos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Seidenstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich mμεταξωτόςμεταξωτός