μεταλλαγμένος
[metalaɣˈmenos], μεταλλαγμένη, μεταλλαγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- genmanipuliertμεταλλαγμένοςμεταλλαγμένος
ejemplos
- μεταλλαγμένο τρόφιμοουδέτερο | Neutrum, sächlich nGenfoodουδέτερο | Neutrum, sächlich n