„μετακομίζω“: αμετάβατο ρήμα μετακομίζω [metakoˈmizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -σμένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) umziehen, einziehen umziehen μετακομίζω από σπίτι μετακομίζω από σπίτι einziehen μετακομίζω σε σπίτι μετακομίζω σε σπίτι