„μετάλλευμα“: ουδέτερο μετάλλευμα [meˈtalevma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Erz Erzουδέτερο | Neutrum, sächlich n μετάλλευμα γεωλογία | Geologieγεωλ μετάλλευμα γεωλογία | Geologieγεωλ ejemplos μετάλλευμα μολύβδου Bleierzουδέτερο | Neutrum, sächlich n μετάλλευμα μολύβδου μετάλλευμα χαλκού Kupfererzουδέτερο | Neutrum, sächlich n μετάλλευμα χαλκού