„μεστός“ μεστός [mesˈtos], μεστή, μεστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) prägnant, reif, prall, reif prägnant μεστός πλήρης μεστός πλήρης reif μεστός γινωμένος μεστός γινωμένος prall μεστός σφιχτός μεστός σφιχτός reif μεστός ώριμος μεστός ώριμος