μεσογειακός
[mesojiaˈkos], μεσογειακή, μεσογειακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- mediterran, Mittelmeer-μεσογειακόςμεσογειακός
ejemplos
- μεσογειακό κλίμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nMittelmeerklimaουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- μεσογειακή χώραθηλυκό | Femininum, weiblich fMittelmeerlandουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- μεσογειακός χώροςαρσενικό | Maskulinum, männlich mMittelmeerraumαρσενικό | Maskulinum, männlich m