μεσιτεία
[mesiˈtia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Vermittlungθηλυκό | Femininum, weiblich fμεσιτεία γεν μεσολάβησημεσιτεία γεν μεσολάβηση
- Vermittlungsgebührθηλυκό | Femininum, weiblich fμεσιτεία αμοιβή του μεσίτημεσιτεία αμοιβή του μεσίτη
- Maklergebührθηλυκό | Femininum, weiblich fμεσιτεία αμοιβή του μεσίτη ακινήτωνμεσιτεία αμοιβή του μεσίτη ακινήτων