μεραρχία
[merarˈçia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Divisionθηλυκό | Femininum, weiblich fμεραρχία στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατμεραρχία στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ