μεγαλοφυΐα
[meɣalofiˈia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Genialitätθηλυκό | Femininum, weiblich fμεγαλοφυΐα ιδιότηταμεγαλοφυΐα ιδιότητα
- Genieουδέτερο | Neutrum, sächlich nμεγαλοφυΐα άνθρωποςμεγαλοφυΐα άνθρωπος