μεγέθυνση
[meˈjeθinsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Vergrößerungθηλυκό | Femininum, weiblich fμεγέθυνση κ. φωτογραφίαςμεγέθυνση κ. φωτογραφίας