μείγμα
[ˈmiɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Mischungθηλυκό | Femininum, weiblich fμείγμαμείγμα
ejemplos
- μείγμα για κέικBackmischungθηλυκό | Femininum, weiblich fRührteigαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- μείγμα μπαχαρικώνGewürzmischungθηλυκό | Femininum, weiblich f