„μαυσωλείο“: ουδέτερο μαυσωλείο [mafsoˈlio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Mausoleum Mausoleumουδέτερο | Neutrum, sächlich n μαυσωλείο μαυσωλείο