ματωμένος
[matoˈmenos], ματωμένη, ματωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- blutüberströmtματωμένος άνθρωποςματωμένος άνθρωπος
- blutbefleckt, blutigματωμένος ρούχο, γάζαματωμένος ρούχο, γάζα