„μαστός“: αρσενικό μαστός [masˈtos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Brust, Euter Brustθηλυκό | Femininum, weiblich f μαστός ανθρώπου μαστός ανθρώπου Euterουδέτερο | Neutrum, sächlich n μαστός ζώου μαστός ζώου