μαστόρισσα
[masˈtorisa]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Handwerkerinθηλυκό | Femininum, weiblich fμαστόρισσα τεχνίτριαμαστόρισσα τεχνίτρια
- Bastlerinθηλυκό | Femininum, weiblich fμαστόρισσα που ασχολείται με το μαστόρεμαμαστόρισσα που ασχολείται με το μαστόρεμα
- Meisterinθηλυκό | Femininum, weiblich fμαστόρισσα δεξιοτέχνιςμαστόρισσα δεξιοτέχνις