„μασέλα“: θηλυκό μασέλα [maˈsela]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Kinn, Gebiss Kinnουδέτερο | Neutrum, sächlich n μασέλα πιγούνι μασέλα πιγούνι Gebissουδέτερο | Neutrum, sächlich n μασέλα σειρά των δοντιών, κ. τεχνητή μασέλα σειρά των δοντιών, κ. τεχνητή