„μαραμένος“ μαραμένος [maraˈmenos], μαραμένη, μαραμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) welk, verwelkt welk, verwelkt μαραμένος μαραμένος