μαλώνω
[maˈlono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -μένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ausschimpfen, ausscheltenμαλώνωμαλώνω
μαλώνω
[maˈlono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -μένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- μαλώνω καβγαδίζω
- sich verkrachen (με mit)μαλώνω διακόπτω τις φιλικές σχέσειςμαλώνω διακόπτω τις φιλικές σχέσεις
ejemplos
- μάλωσα μαζί τουich habe mich mit ihr zerstritten