„μαγειρική“: θηλυκό μαγειρική [majiriˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Kochen, Kochkunst Kochenουδέτερο | Neutrum, sächlich n μαγειρική μαγειρική Kochkunstθηλυκό | Femininum, weiblich f μαγειρική τέχνη μαγειρική τέχνη