μαγείρεμα
[maˈjirema]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Kochenουδέτερο | Neutrum, sächlich nμαγείρεμαμαγείρεμα
ejemplos
-
- μαγείρεμα στον ατμόDampfgarenουδέτερο | Neutrum, sächlich n