„μίλι“: ουδέτερο μίλι [ˈmili]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Meile Meileθηλυκό | Femininum, weiblich f μίλι μίλι ejemplos για μίλια meilenweit για μίλια μίλι πτήσης Flugmeileθηλυκό | Femininum, weiblich f μίλι πτήσης