Μέκκα
[ˈmeka]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Mekkaουδέτερο | Neutrum, sächlich nΜέκκα γεωγραφία | Geografieγεωγρ μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφΜέκκα γεωγραφία | Geografieγεωγρ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ