„λόξα“: θηλυκό λόξα [ˈloksa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Laune, Manie, Fimmel Launeθηλυκό | Femininum, weiblich f λόξα ιδιοτροπία λόξα ιδιοτροπία Manieθηλυκό | Femininum, weiblich f λόξα μανία Fimmelαρσενικό | Maskulinum, männlich m (με für) λόξα μανία λόξα μανία