λοχαγός
[loxaˈɣos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Hauptmannαρσενικό | Maskulinum, männlich mλοχαγός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατλοχαγός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ