„λιώνω“: αμετάβατο ρήμα λιώνω [ˈʎono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <→λειώνω> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Schneeschmelze ejemplos λιώσιμοουδέτερο | Neutrum, sächlich n χιονιού Schneeschmelzeθηλυκό | Femininum, weiblich f λιώσιμοουδέτερο | Neutrum, sächlich n χιονιού