„λιβάνι“: ουδέτερο λιβάνι [liˈvani]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Weihrauch Weihrauchαρσενικό | Maskulinum, männlich m λιβάνι βοτανική | Botanikβοτ λιβάνι βοτανική | Botanikβοτ