„λευκαίνω“: μεταβατικό ρήμα λευκαίνω [lefˈkjeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ανα; -άνθηκα; -ασμένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) bleichen bleichen λευκαίνω λευκαίνω