„λερωμένος“ λερωμένος [leroˈmenos], λερωμένη, λερωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) schmutzig, dreckig, verschmutzt schmutzig, dreckig, verschmutzt λερωμένος λερωμένος ejemplos λερωμένος με αίμα blutbefleckt, blutbeschmiert λερωμένος με αίμα