λαϊκός
[laiˈkos], λαϊκή, λαϊκόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Volks-, volkstümlichλαϊκόςλαϊκός
- einfachλαϊκός απλόςλαϊκός απλός
- weltlichλαϊκός εγκόσμιοςλαϊκός εγκόσμιος