„λαρύγγι“: ουδέτερο λαρύγγι [laˈriŋgji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Kehle, Gurgel Kehleθηλυκό | Femininum, weiblich f λαρύγγι ανατομία | Anatomieανατ Gurgelθηλυκό | Femininum, weiblich f λαρύγγι ανατομία | Anatomieανατ λαρύγγι ανατομία | Anatomieανατ