λαθρεπιβάτης
[laθrepiˈvatis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, λαθρεπιβάτισσα [-sa]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- blinder Passagierαρσενικό | Maskulinum, männlich mλαθρεπιβάτηςblinde Passagierinθηλυκό | Femininum, weiblich fλαθρεπιβάτηςλαθρεπιβάτης