„κωλικός“: αρσενικό κωλικός [koliˈkos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Kolik Kolikθηλυκό | Femininum, weiblich f κωλικός κωλικός