κυριαρχία
[kjiriarˈçia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Herrschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fκυριαρχία εξουσίακυριαρχία εξουσία
- Souveränitätθηλυκό | Femininum, weiblich fκυριαρχία δικαίωμα κράτουςκυριαρχία δικαίωμα κράτους
- Dominanzθηλυκό | Femininum, weiblich fκυριαρχία επικράτησηκυριαρχία επικράτηση