„κυματίζω“: αμετάβατο ρήμα κυματίζω [kjimaˈtizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) flattern, wehen flattern, wehen κυματίζω σημαία, μαλλιά κυματίζω σημαία, μαλλιά