„κυλιέμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα κυλιέμαι [kjiˈljeme]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) sich wälzen, sich rollen sich wälzen, sich rollen κυλιέμαι κ. άτομο κυλιέμαι κ. άτομο