„κτίζω“: μεταβατικό ρήμα κτίζω [ˈktizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) bauen, bebauen, gründen, schaffen bauen κτίζω οικοδομώ κτίζω οικοδομώ bebauen κτίζω οικόπεδο κτίζω οικόπεδο gründen κτίζω ιδρύω κτίζω ιδρύω schaffen κτίζω δημιουργώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ κτίζω δημιουργώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ