κρυώνω
[kriˈono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- κρυώνω αισθάνομαι κρύο
- kalt werdenκρυώνω παύω να είμαι ζεστόςκρυώνω παύω να είμαι ζεστός
- erkaltenκρυώνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκρυώνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- sich erkältenκρυώνω κρυολογώκρυώνω κρυολογώ
- abkühlenκρυώνω φαγητόκρυώνω φαγητό
- kühler werdenκρυώνω καιρόςκρυώνω καιρός
ejemplos
- κρυώνεις;ist dir kalt?
- κρύωσαich habe mich erkältet
- κρύωσαmir ist kalt