„κρεμανταλάδικος“ κρεμανταλάδικος [kremandaˈlaðikos], κρεμανταλάδικη, κρεμανταλάδικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) schlaksig schlaksig κρεμανταλάδικος κρεμανταλάδικος