„κρανίο“: ουδέτερο κρανίο [kraˈnio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Schädel, Kopfhaut Schädelαρσενικό | Maskulinum, männlich m κρανίο κρανίο Kopfhautθηλυκό | Femininum, weiblich f κρανίο δέρμα κρανίο δέρμα