κρίνω
[ˈkrino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- urteilen über+αιτιατική | +Akkusativ +akkκρίνω κάνω εκτίμησηκρίνω κάνω εκτίμηση
- beurteilenκρίνω αξιολογώκρίνω αξιολογώ
- kritisieren, richten über+αιτιατική | +Akkusativ +akkκρίνω ασκώ κριτικήκρίνω ασκώ κριτική
- richten über+αιτιατική | +Akkusativ +akkκρίνω δικάζωκρίνω δικάζω
κρίνω
[ˈkrino]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)