κούραση
[ˈkurasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- κούραση
- Anstrengungθηλυκό | Femininum, weiblich fκούραση κόποςMüheθηλυκό | Femininum, weiblich fκούραση κόποςκούραση κόπος