„κούνημα“: ουδέτερο κούνημα [ˈkunima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Schaukeln Schaukelnουδέτερο | Neutrum, sächlich n κούνημα κούνημα