κούμπωμα
[ˈkumboma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Schließeθηλυκό | Femininum, weiblich fκούμπωμα κ. αλυσίδαςVerschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich mκούμπωμα κ. αλυσίδαςκούμπωμα κ. αλυσίδας